επισφήνωσις

επισφήνωσις
ἐπισφήνωσις, ἡ (Α)
1. το αποτέλεσμα τού επισφηνώ*, η έμφραξη
2. η απόφραξη, εμπόδιο σε δύσκολο τοκετό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”